Μόδα ήταν και… πέρασε η συλλογή των αποδείξεων
ΜΑΡΙΛΗ ΜΑΡΓΩΜΕΝΟΥ εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Ο κατά τα άλλα συμπαθέστατος υδραυλικός που ήρθε να επισκευάσει το πλυντήριο ούτε καν ρώτησε «θέλετε απόδειξη;». Είπε μόνο «50 ευρώ παρακαλώ», πήρε το χαρτονόμισμα, ευχαρίστησε και εξαφανίστηκε. Στο καφέ των Αμπελοκήπων, η σερβιτόρα που της παρήγγειλα «ένα τσάι για έξω» αντάλλαξε τα 2 ευρώ μου μ’ ένα αδιάφορο «ευχαριστώ!». Και ο μάστορας που ήρθε να συντηρήσει τα air condition ούτε διανοήθηκε να βγάλει το μπλοκάκι των αποδείξεων. Αντί γι’ αυτό, έψαξε για ρέστα στο βάθος της τσέπης του, υποδέχθηκε με χαρά το πουρμπουάρ «να μείνει και κάτι για το μικρό που σε βοηθάει» και το μόνο που μου έδωσε ήταν ραντεβού για την επόμενη χρονιά.
Καθώς η «επίθεση» των εφοριακών συνεχίζεται και η κρίση δεν λέει να χαλαρώσει, όλο και περισσότεροι επαγγελματίες αποφασίζουν να παίξουν «θάρρος ή αλήθεια» με την εφορία στον ρόλο του αντιπάλου, ελπίζοντας πως κανείς από τους πελάτες τους δεν θα μπει στον κόπο να ξεσκεπάσει τη φορολογική τους μπλόφα. «Μα έτσι που τα έχουν κάνει, δεν θα μου μένει τίποτα στο χέρι αν κόβω αποδείξεις για τα ιδιαίτερα!», λέει η μεσόκοπη καθηγήτρια που ρωτάω για το θέμα με το θάρρος της γνωριμίας ετών.
Δικαιολογίες, πάντα υπάρχουν πολλές. Απ’ την άλλη πλευρά, βέβαια, υπάρχουν κι εκείνοι που δεν μπορούν ή απλώς δεν θέλουν να κρύψουν τίποτε. Ανθρωποι σαν τον Σ.Τ., που είναι υπάλληλος σε μια ιδιωτική εταιρεία και κάθε φορά που κάποιος δεν του κόβει απόδειξη, νιώθει σαν απεσταλμένος του Γκίκα Χαρδούβελη στο ύπουλο σύμπαν της ελεύθερης αγοράς. «Εγώ φορολογούμαι απ’ το πρώτο ώς το τελευταίο μου ευρώ», λέει, «και όλοι οι άλλοι κοροϊδεύουν». Μου περιγράφει πως το προηγούμενο βράδυ, στον δρόμο προς το Κουκάκι ο ταξιτζής τού πρότεινε «να σας χρεώσω κάτι λιγότερο και να μη βάλουμε μετρητή;». Ο Σ.Τ. περιγράφει πως αρχικά πήγε να αρνηθεί, αλλά μετά σκέφτηκε πως η διαδρομή είναι μακριά. Οπότε, «μετά που είχα πάρει δύο πακέτα τσιγάρα χωρίς απόδειξη, μία τυρόπιτα και μία κόκα-κόλα χωρίς απόδειξη και επτά κονσέρβες της γάτας επίσης χωρίς απόδειξη, έκλεισα τη μέρα με τον πιο ταιριαστό τρόπο: συμμετείχα ολοκληρωτικά στην απάτη εις βάρος του κράτους».
Αλλωστε, όπως λέει ο Σ.Τ., στην Ελλάδα της κρίσης, αυτό που όσο περνάει ο καιρός θεριεύει είναι η φοροδιαφυγή μεταξύ φίλων ή, τουλάχιστον, μεταξύ γνωστών. Σ’ αυτό συμφωνεί και ο Α.Κ. «Στο μανάβικο που με ξέρουν χρόνια», λέει ο άνδρας που είναι κάτοικος Κολωνακίου, «εδώ και δύο μήνες, αντί για απόδειξη μου γράφουν σε κάτι κίτρινα χαρτάκια τις τιμές. Μετά τις αθροίζει η κυρία στο ταμείο σ’ ένα μπλοκάκι και μου δίνει τα ρέστα με συνωμοτικό χαμόγελο. Το ίδιο γίνεται και στο εστιατόριο όπου συνήθως τρώω τα μεσημέρια. Το γκαρσόνι μού λέει προφορικά τι χρωστάω, εννοείται, χωρίς ποτέ να με έχει ρωτήσει αν θέλω απόδειξη ή όχι». Και καθώς μιλάει, συνειδητοποιώ πως κι εμένα στον φούρνο των Εξαρχείων όπου ψωνίζω, έχουν πάνω από τρεις μήνες να μου δώσουν απόδειξη…