Σε 12 μήνες η αμόλυβδη ακρίβυνε κατά 21,67% έναντι 17,57% στην Ευρωπαϊκή Ενωση
Τα ελληνικά πρατήρια πωλούν τα καύσιμα με τιμές Νέας Υόρκης
Τίποτα δεν προστάτεψε τον Ελληνα καταναλωτή από το ράλι των διεθνών τιμών του πετρελαίου που έγινε ιδιαίτερα αισθητό το τελευταίο 12μηνο, σημειώνοντας έξαρση από το καλοκαίρι του 2007, μαζί με το ξέσπασμα της πιστωτικής κρίσης στις ΗΠΑ. Ούτε η ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου ήταν ικανή να απορροφήσει μέρος της μεγάλης ανατίμησης των διεθνών τιμών του πετρελαίου.
Ετσι, από πέρυσι τον Ιανουάριο οι εγχώριες τιμές της αμόλυβδης βενζίνης αυξήθηκαν κατά 21,67%, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση των «15» ήταν 17,57%. Εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη η μικρότερη αγοραστική δύναμη των Ελλήνων, τότε η ανατίμηση των εγχώριων λιανικών τιμών πλησιάζει την αύξηση των διεθνών τιμών στα καύσιμα. Η τιμή του αργού πετρελαίου σε δολάρια ενισχύθηκε το τελευταίο 12μηνο περίπου κατά 49%, ενώ σε ευρώ (που έχει σχέση με την τσέπη μας) κατά 31%.
Βέβαια, η αγορά καυσίμων φαίνεται ότι ακολουθεί τους δικούς της κανόνες τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η παρακολούθηση των λιανικών τιμών καυσίμων στην Ευρωπαϊκή Ενωση το τελευταίο έτος καταλήγει στο εξής βασικό συμπέρασμα: Οι λιανικές τιμές ακολουθούν τις διεθνείς τιμές του πετρελαίου μόνο στην άνοδο.
Δυστυχώς, το φαινόμενο αυτό είναι πιο οξύ στην ελληνική αγορά. Και το πιο εντυπωσιακό είναι ότι οι ελληνικές λιανικές τιμές ακολουθούν κυρίως τις τιμές του πετρελαίου σε δολάρια και όχι σε ευρώ! Σαν να παρακολουθεί η ελληνική αγορά τα προθεσμιακά συμβόλαια στη Νέα Υόρκη και να καθορίζει τις τιμές στις αντλίες των πρατηρίων σε ευρώ, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την κίνηση της ισοτιμίας ευρώ/δολαρίου.
Παρατηρώντας τις τιμές κάθε Δευτέρα κατά το τελευταίο 12μηνο προέκυψε ότι οι τιμές του αργού στη Νέα Υόρκη σημείωσαν 29 ανόδους. Από αυτές πέρασαν αυτομάτως στην εγχώρια αγορά οι 18. Στην ευρωπαϊκή αγορά πέρασαν οι 13. Κατά το ίδιο διάστημα, η τιμή του αργού υποχώρησε 17 φορές. Οι μειώσεις αυτές έγιναν αισθητές άμεσα στην εγχώρια αγορά μόνο 4 φορές! Το ίδιο συνέβη και στις ευρωπαϊκές αγορές.
Επίσης, στην ελληνική αγορά διαπιστώθηκε από μία απλή παρατήρηση κατά το συγκεκριμένο διάστημα, ότι οι μεταβολές των εγχώριων τιμών είναι πιο μεγάλες. Ετσι, ακολουθώντας κυρίως την άνοδο και σημειώνοντας μεγάλη αύξηση στις εγχώριες τιμές, η συνολική επιβάρυνση του Ελληνα καταναλωτή στη διάρκεια του έτους ήταν περίπου 50% μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του Ευρωπαίου. Και αυτό, όταν η επιβάρυνση της λιανικής τιμής καυσίμων στην Ελλάδα από φόρους είναι μικρότερη από ό,τι στην Ευρώπη. Για παράδειγμα, στις 25 Ιανουαρίου 2008, το 47,14% της λιανικής τιμής της αμόλυβδης στην Ελλάδα αφορούσε φόρους. Το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στην Ε.Ε. ήταν 61,36%.
Το γεγονός αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εγχώρια αγορά παρουσιάζει στρεβλώσεις εις βάρος του Ελληνα καταναλωτή. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι η λιανική τιμή χωρίς φόρους είναι από τις υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ουσιαστικά η Ελλάδα κατέχει την τέταρτη υψηλότερη λιανική τιμή στην αμόλυβδη (χωρίς φόρους) μετά την Ολλανδία, την Πορτογαλία και την Ιταλία. Αυτό σημαίνει ότι αν δεν εξαλειφθούν οι στρεβλώσεις αυτές, τότε με την εξομοίωση των φόρων στα επίπεδα της Ευρωπαϊκής Ενωσης (που ξεκίνησε σταδιακά), οι εγχώριες τιμές καυσίμων θα είναι οι υψηλότερες στην Ευρώπη.
Οταν, μάλιστα, το κατά κεφαλήν εισόδημα σε μονάδες αγοραστικής δύναμης του Ελληνα υπολείπεται του μέσου Ευρωπαίου περίπου κατά 10%-15%.
Οι στρεβλώσεις αυτές έχουν να κάνουν με έλλειψη επαρκούς ανταγωνισμού, που σε ορισμένες περιπτώσεις θυμίζουν φαινόμενα καρτέλ. Εξάλλου, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει επισημάνει τις «μη ικανοποιητικές συνθήκες ανταγωνισμού σε ορισμένες αγορές, όπως αυτή της αγοράς και εμπορίας πετρελαιοειδών, όπου η Επιτροπή Ανταγωνισμού εντόπισε έλλειψη ανταγωνισμού». Η Τράπεζα της Ελλάδος, επίσης, έχει αναφέρει ότι η διαμόρφωση των τιμών επηρεάζεται δυσμενώς από τις εξελίξεις του κόστους παραγωγής, από την υπερβάλλουσα ζήτηση και την ανελαστικότητά της ως προς τις τιμές (για ορισμένα είδη), από την εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης στην αγορά ορισμένων επιχειρήσεων και από τις εναρμονισμένες πρακτικές ή συμπράξεις. Κάτι αντίστοιχο εντοπίστηκε και στην περίπτωση του γάλακτος.
Στρεβλώσεις της αγοράς, φορολογία κ.λπ. έχουν οδηγήσει τελικά να συμμετέχει η τιμή της πρώτης ύλης μεταξύ 30% και 60% στη διαμόρφωση της τελικής τιμής για τον καταναλωτή, ανάλογα με την εποχή και το είδος του καυσίμου. Για παράδειγμα, όταν τον χειμώνα αυξάνεται η τιμή του πετρελαίου στις διεθνείς τιμές κατά 10% σε ευρώ, τότε η λιανική τιμή της βενζίνης αυξάνεται άμεσα κατά 2,6% και του πετρελαίου θέρμανσης κατά 6,3%. Παρά τους ελέγχους και τις κυρώσεις από υπουργείο Ανάπτυξης, Οικονομικών και Επιτροπή Ανταγωνισμού, η ελληνική αγορά καυσίμων εξακολουθεί να παρουσιάζει στρεβλώσεις εις βάρος του καταναλωτή. Στοιχεία που έχουν αναλύσει τα Ελληνικά Πετρέλαια και η Τράπεζα της Ελλάδος από το 1999 μέχρι το 2005 καταλήγουν στο εξής εντυπωσιακό συμπέρασμα: Το 65% των αυξήσεων στις τιμές των καυσίμων στην Ελλάδα οφείλεται στην άνοδο των τιμών του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές. Για τις άλλες περίπου τέσσερις φορές στις δέκα δεν υπάρχει, τουλάχιστον επιστημονική, εξήγηση.
Και το χειρότερο: Μόνο τρεις στις δέκα φορές που πέφτουν οι εγχώριες τιμές καυσίμων οφείλονται στην πτώση των διεθνών τιμών του πετρελαίου. Στις υπόλοιπες επτά, απλά… δεν πέφτουν!
Τα ίδια ισχύουν και σήμερα. Η «Κ» πραγματοποίησε μία απλή στατιστική ανάλυση, πραγματοποιώντας μια γραμμική παλινδρόμηση και υπολογίζοντας μερικούς βασικούς συντελεστές. Από την παλινδρόμηση προέκυψε το εξής ενδιαφέρον: Οι λιανικές τιμές καυσίμων στην Ευρώπη (και στην Ελλάδα) εμφανίζουν μεγαλύτερη συσχέτιση με την τιμή του πετρελαίου σε δολάρια και όχι σε ευρώ. Η συγκεκριμένη ανάλυση έδειξε ότι το 43% των μεταβολών που παρατηρούνται στις ελληνικές τιμές ερμηνεύεται από την κίνηση του αργού πετρελαίου σε ευρώ. Το ποσοστό για την τιμή του πετρελαίου σε δολάρια είναι 45,5%. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τις ευρωπαϊκές λιανικές τιμές της αμόλυβδης είναι 38,75% και 40,19%, αντίστοιχα. Ο συντελεστής συσχέτισης έδειξε, επίσης, ότι έξι στις δέκα φορές που μεταβάλλονται οι λιανικές τιμές (ανοδικά ή πτωτικά) οφείλονται στην πορεία του αργού πετρελαίου. Για τις υπόλοιπες τέσσερις φορές… δεν υπάρχει σχέση! Επιπλέον, τόσο οι εγχώριες τιμές καυσίμων όσο και οι ευρωπαϊκές μεταβάλλονται με ηπιότερο ρυθμό στις αυξομειώσεις του αργού, όπως έδειξε ο συντελεστής «βήτα».
Τα ευρήματα
Ολα αυτά επιβεβαιώνουν τις προηγούμενες εξειδικευμένες μελέτες των Ελληνικών Πετρελαίων και της Τραπέζης της Ελλάδος:
Πρώτον, οι μεταβολές των λιανικών τιμών για τον τελικό καταναλωτή στην εγχώρια αγορά εμφανίζουν ασύμμετρη συμπεριφορά ως προς τις μεταβολές της διεθνούς τιμής του αργού πετρελαίου και συγκεκριμένα υπολείπονται σημαντικά κατά την καθοδική φάση της διεθνούς τιμής. Αυτό κατ’ αρχήν υποδηλώνει ότι οι αυξήσεις της διεθνούς τιμής του πετρελαίου μεταφέρονται στον τελικό καταναλωτή σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι αντίστοιχες μειώσεις και σχετίζονται με ανάλογες βελτιώσεις των περιθωρίων κέρδους.
Δεύτερον, παρατηρούνται διαφορετικές αυξήσεις στο πετρέλαιο θέρμανσης και στις τιμές της βενζίνης. Οι αποκλίσεις αυτές αντανακλούν χρονικές υστερήσεις μεταξύ της προμήθειας του αργού πετρελαίου και της διάθεσης των διυλισμένων προϊόντων στην εγχώρια αγορά, καθώς και το ενδεχόμενο οι εταιρείες παραγωγής και διανομής να ακολουθούν διαφορετική πολιτική τιμών όσον αφορά τη βενζίνη από ό,τι για το πετρέλαιο θέρμανσης.
Τρίτον, το 55% της λιανικής τιμής της βενζίνης και το 54% της λιανικής τιμής του πετρελαίου κίνησης αποτελούνται από έμμεσους φόρους, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι σταθεροί (ορίζονται ανά μονάδα όγκου) και επομένως δεν μεταβάλλονται μαζί με την τιμή του προϊόντος (εξαίρεση αποτελεί ο ΦΠΑ).
Τέταρτον, το 19% της λιανικής τιμής της βενζίνης και το 16% της λιανικής τιμής του πετρελαίου κίνησης αντανακλούν το κόστος επεξεργασίας, διανομής και εμπορίας και το περιθώριο κέρδους. Ετσι, το κόστος της πρώτης ύλης συμμετέχει στη λιανική τιμή της βενζίνης κατά το υπόλοιπο 26% και στη λιανική τιμή του πετρελαίου κίνησης κατά το υπόλοιπο 30%. Ομως, κατά τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου (15 Οκτωβρίου-30 Απριλίου) η συμμετοχή των έμμεσων φόρων στη λιανική τιμή του πετρελαίου θέρμανσης είναι πολύ μικρότερη (πρόσφατα δρομολογούνται αλλαγές για την αύξηση και την εξομοίωση των φόρων). Μια αύξηση της τιμής του αργού πετρελαίου σε ευρώ κατά 10% μπορεί να οδηγήσει άμεσα σε αύξηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή έως 0,19%. Δηλαδή από την πρόσφατη κούρσα του πετρελαίου ο πληθωρισμός έχει πριμοδοτηθεί με περίπου μία ποσοστιαία μονάδα.
kathimerini