Αποδόσεις μετοχών, ομολόγων, εντόκων γραμματίων και εταιρικών ομολόγων 

Του Τάσου Μαντικίδη εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ – 03/03/2024 (σελ. 74)

Η «win-win» αγορά των €4,55 δισ. εταιρικών ομολόγων του ΧΑ

Τι απέδωσαν μετοχές, ομόλογα και έντοκα από το 1900 σύμφωνα με έρευνα της UBS – Πώς κινήθηκαν οι επενδύσεις στην Ελλάδα από το 1954

Στα επίπεδα των 4,55 δισ. ευρώ διαμορφώθηκε η αγορά των 24 εταιρικών ομολόγων του Χρηματιστηρίου της Αθήνας, με τους 181.959 κυρίως μικροεπενδυτές που τα αγόρασαν μάλιστα να έχουν προσφέρει κατά τις δημόσιες εγγραφές 11,84 δισ. ευρώ, υπερκαλύπτοντας σε μέσα επίπεδα κατά 2,6 φορές τις προσφερόμενες εκδόσεις, αποτελώντας μια εναλλακτική για τις λιμνάζουσες καταθέσεις οι οποίες διαμορφώθηκαν στα 189,7 δισ. ευρώ στο τέλος του περασμένου μήνα, εκ των οποίων τα 144,6 δισ. ευρώ αφορούσαν αυτές των νοικοκυριών.

Με τον πληθωρισμό εξάλλου να διαμορφώνεται τον Ιανουάριο στο 3,2% και το μέσο επιτόκιο για τις απλές καταθέσεις των ιδιωτών να κυμαίνεται στο 0,4% και για τους προθεσμιακούς λογαριασμούς στο 1,8%-2%, στην ουσία οι καταθέσεις των νοικοκυριών χάνουν μέρος της πραγματιστικής τους αξίας. Ετσι καθώς η μέση απόδοση των εταιρικών ομολόγων του ελληνικού Χρηματιστηρίου κυμαίνεται στο 4,7% (4%-6%), δίδεται μία επιπλέον διέξοδος στους καταθέτες, οι οποίοι μπορούν να κλειδώσουν σημαντικές αποδόσεις παράλληλα με την επίτευξη πιθανών υπεραξιών, καθώς όπως αναμένεται από τα μέσα του έτους τα επιτόκια των ισχυρών κεντρικών τραπεζών θα αρχίσουν να μειώνονται (0,75% – 1% περίπου στην ευρωζώνη ως το τέλος του 2024) ενισχύοντας τις τιμές και των εταιρικών ομολόγων. Σύμφωνα με αναλυτές, η αγορά εταιρικών ομολόγων του Χρηματιστηρίου της Αθήνας αποτελεί μία «win-win» επενδυτική πρόταση για τους επενδυτές που μπορούν να αποκομίσουν συγκριτικά υψηλότερες αποδόσεις, αλλά και οι επιχειρήσεις, ακόμη και αυτές υψηλής πιστοληπτικής ικανότητας, δανείζονται σήμερα από τις τράπεζες με επιτόκια στο 6,5%-7% περίπου.

Συγκριτικό πλεονέκτημα

Με βάση μάλιστα ιστορικών στοιχείων της τελευταίας 50ετίας, κατά τις περιόδους των πτωτικών κύκλων των επιτοκίων τα εταιρικά ομόλογα παρουσίασαν ικανοποιητική συνολική απόδοση τόσο σε περιπτώσεις ύφεσης όσο και σε περιπτώσεις ομαλής προσγείωσης, όπως αναμένεται πως οδηγούνται σήμερα οι οικονομίες. Τα εταιρικά ομόλογα παρέχουν μάλιστα ένα συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με ορισμένες ριψοκίνδυνες αξίες, καθώς προσφέρουν ορατότητα στον επενδυτή για τις μελλοντικές χρηματοροές (κουπόνια, λήξεις) που θα έχει. Για παράδειγμα, ένας επενδυτής που αγοράζει ένα ομόλογο θα λαμβάνει κάθε χρόνο τα κουπόνια του ομολόγου και στη λήξη θα επανεισπράξει το ποσό που επένδυσε. Καθημερινά θα υπάρχουν διακυμάνσεις στην τιμή του ομολόγου, όμως αν δεν υπάρξει πρόβλημα με τον εκδότη του ομολόγου και ο επενδυτής το διακρατήσει μέχρι τη λήξη του, θα λάβει το κεφάλαιό του και μια απόδοση που τη γνωρίζει από τη στιγμή που επένδυσε.

Ιστορικά πάντως τα ελληνικά νοικοκυριά παραδοσιακά επενδύουν μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεών τους στην αγορά ακινήτων και πολύ μικρό μέρος σε προϊόντα της κεφαλαιαγοράς, με αποτέλεσμα η χώρα μας να βρίσκεται στη δεύτερη θέση ανάμεσα σε 26 ευρωπαϊκά κράτη με βάση τον δείκτη αξίας κατοικιών προς την αξία των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων (ΧΠΣ) των νοικοκυριών. Τι δείχνουν όμως τα ιστορικά στοιχεία για τις αποδόσεις των εναλλακτικών επενδύσεων από το 1900 έως και το 2023; Βάσει της νέας έρευνας (Global Investment Returns Yearbook) που αποτελεί έναν έγκυρο οδηγό για τις ιστορικές μακροπρόθεσμες αποδόσεις, την οποία αρχικά εξέδιδε η Credit Suisse, αλλά μετά την απορρόφησή της από τη UBS εκδίδεται πλέον από το τμήμα διαχείρισης πλούτου της UBS (Global Wealth Management), με την παράλληλη μακροχρόνια συνεργασία των καθηγητών Paul Marsh και Dr Mike Staunton του London Business School και του Elroy Dimson του Cambridge, η μέση ετήσια πραγματική (αποπληθωρισμένη) απόδοση από το 1900 ως το 2023 ανέρχεται στο 5,1% για τις μετοχές έναντι 1,8% για τα ομόλογα και 0,5% για τα έντοκα, που παίζουν τον ρόλο της ρευστότητας.

Ειδικά για την αγορά των ΗΠΑ όπου υπάρχουν πλήρη στοιχεία, εάν κάποιος επένδυε 1 δολάριο το 1900 σε μετοχές, θα είχε στο τέλος του 2023 (σε ονομαστικές τιμές, συμπεριλαμβανομένου δηλαδή του πληθωρισμού) 87.620 δολ. έναντι 629 δολαρίων αν τοποθετούνταν σε εταιρικά ομόλογα, 280 δολ. αν τοποθετούνταν σε κρατικά ομόλογα και 36 δολ. αν τοποθετούνταν σε έντοκα. Σε αποπληθωρισμένες πραγματικές τιμές το 1 δολάριο του 1900 γίνεται 2.443 δολ. αν είχε τοποθετηθεί σε μετοχές, 7,8 δολ. αν επενδυόταν σε κρατικά ομόλογα και 1,8 δολάρια αν επενδυόταν σε έντοκα. Για την περίπτωση της Ελλάδας, με βάση τα στοιχεία από το 1954 ως το 2023 που διατηρεί η UBS, οι ελληνικές μετοχές παρουσιάζουν μέση ετήσια αποπληθωρισμένη απόδοση 5%, με την καλύτερη χρονιά να εντοπίζεται το 1972, καθώς οι τιμές των μετοχών αυξήθηκαν 236%, ενώ η χειρότερη το 2008, όταν απώλεσαν το 64% της αξίας τους.

Οι ελληνικές μετοχές

Την τελευταία 20ετία, λόγω και της κρίσης χρέους της χώρας, η μέση ετήσια αποπληθωρισμένη απόδοση των ελληνικών μετοχών ήταν αρνητική (-5,2%) έναντι μέσης αρνητικής επίσης αποπληθωρισμένης ετήσιας απόδοσης και για τα ομόλογα (-1,4%) και οριακά θετικής για τα έντοκα (+0,7%). Η κρίση χρέους επηρέασε και τις αποδόσεις των τελευταίων 50 ετών, καθώς για την περίοδο 1974-2023 η μέση αποπληθωρισμένη ετήσια απόδοση των ελληνικών μετοχών ήταν οριακά αρνητική (-0,4%) έναντι πάντως κερδών κατά 4,6% για τα κρατικά ομόλογα, τα οποία εξάλλου έχουν ανακάμψει αφού η χώρα ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα, και οριακών κερδών επίσης κατά 0,2% για τα έντοκα γραμμάτια αντίστοιχα. 

Κοινοποίηση

You May Also Like

More From Author

+ There are no comments

Add yours

Time limit is exhausted. Please reload CAPTCHA.